- σύνδετος
- σύνδετος1 bound together with, tributary of <σύνδετον> (supp. Snell e Σ, σύνδετος λέγεται ὅτι ἔσχε συνάφειαν τῷ Τιταρησίῳ, ὃς ἀπόρροιαν ἀπὸ Στυγὸς ἔχει) Pae. 10.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
σύνδετος — bound hand and foot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδετος — ον, Α [συνδέω] 1. συνδεδεμένος («καὶ νῡν κατ οἴκους συνδέτους αἰκίζεται», Σοφ.) 2. ο ενιαίος 3. ο συμπεπλεγμένος 4. το ουδ. ως ουσ. τὸ σύνδετον ο δεσμός 5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ σύνδετα τα σύνθετα πράγματα … Dictionary of Greek
σύνδετον — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc sg σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτου — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen sg συνδέτης one bound hand and foot masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτους — σύνδετος bound hand and foot masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνδέτων — σύνδετος bound hand and foot masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνδετα — σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χονδροσύνδετος — ον, Μ συνδεδεμένος με χόνδρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόνδρος + συνδέω (πρβλ. θεο σύνδετος, πολυ σύνδετος)] … Dictionary of Greek
σύνδεθ' — σύνδετα , σύνδετος bound hand and foot neut nom/voc/acc pl σύνδετε , σύνδετος bound hand and foot masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυσύνδετος — η, ο / πολυσύνδετος, ον, ΝΑ 1. ο πολλαπλώς ή στερεά συνδεδεμένος 2. φρ. «πολυσύνδετο σχήμα» (γλωσσ. ρητ.) σχήμα λόγου τής Ελληνικής και άλλων γλωσσών, κατά το οποίο περισσότερες από δύο προτάσεις ή όροι προτάσεως που επιτελούν την ίδια συντακτική … Dictionary of Greek